- σκηνοθετικός
- -ή, -ό, Ναυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σκηνοθέτη ή στη σκηνοθεσία (α «σκηνοθετική αντίληψη» β. «σκηνοθετικό ύφος»).[ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνοθεσία. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκηνοθετικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη σκηνοθεσία: Η σκηνοθετική εργασία ήταν πολύ προσεγμένη σ αυτό το έργο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)